top of page

AGONI GRAMMI
2013-2012

επιμέλεια Μαρία Μαραγκού, Δημήτρης Κωνσταντινίδης 

Hall des Chars (Friche Laiterie), Στρασβούργο, Γαλλία, 2012 

επιμέλεια Μαρία Μαραγκού 

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, Ρέθυμνο, 2012 

/Non-profit line/ zina athanassiadou gallery, Θεσσαλονίκη, 2012 

ATOMIKH EKΘΕΣΗ

Text follows in Greek

Ο θεός κοιμάται στον βράχο (γνωμικό των Σούφι)

 

Άγονο-πνευματικό

Η απουσία εναλλαγής και εντατικού ρυθμού ζωής σε ένα έρημο νησί, εξαναγκάζει τον τουρίστα-ταξιδιώτη να πειθαρχήσει το σώμα στην έλλειψη υλικής απασχόλησης και διαρκούς κοινωνικής περιπλάνησης. Το άεργο σώμα βιώνει την διακοπή ως ευκαιρία για πνευματική αφύπνιση.

Η έκθεση “Αγονη-γραμμή/Νοn-profit line”  επανασχεδιασμό της καθημερινής ζωής με άξονα την αποκοπή από την πληθωρική ένταση, την εμμονή στην παραγωγική δράση και την επαναδίπλωση σε μια αργοκίνητη, βραδεία, αντιληπτικότητα.

 

Τα έργα της έκθεσης παραγγέλλουν την ανάπαυση, την ακίνητη στάση, την διακοπή. Μυούν τον θεατή στη διαδικασία της απόλαυσης. Υπαινίσσονται την επιτακτική ανάγκη επιστροφής του ανθρώπου στο κυνήγι της ηρεμίας, του έρωτα και της ομορφιάς,. Αισθήσεις που η σύγχρονη κουλτούρα περιφρονεί με παιδαριώδη αφέλεια..

 

Γλυπτά-θήκες, φόρμες που ενθηκεύουν τον όγκο του στάσιμου σώματος, βότσαλα και όγκοι της θάλασσας, φτιαγμένα από πλαστικό, συνθέτουν ένα απόλυτα πλαστό, τελετουργικό περιβάλλον που μοιάζει με ψευδαισθησιακό διαστρέβλωμα ενός ιερού νησιού. Τα έργα μιμούμενα τα φυσικά τους είδωλα, συγκροτούν έναν αντίστροφο, υπερρεαλιστικό κόσμο, όπου το αληθινό και το μη πραγματικό, προβάλλονται εξίσου υπερθετικά ενοποιημένα σε μια ενιαία, φόρμα.

 

Με σημείο αναφοράς το ανθρώπινο σώμα, η μορφολογία των έργων προκύπτει από το αφηρημένο, καλλιγραφικό γέμισμα του χώρου που περιβάλλει το διάκενο. Τα έργα υπακούουν σε μια αυστηρή σωματομετρία. Ογκώδη, πιστά εικονογράμματα της ακίνητης στάσης του ανθρώπου, αποτυπώνουν στον χώρο το οπτικό ανάλογο του στάσιμου σώματος θυμίζοντας ιδεογράμματα σε τρεις διαστάσεις.

Τα γλυπτά που φανερώνονται στον χώρο ως βράχινα καθίσματα, ως σωμάτινες θήκες, ως εξαρτήματα για αυτοσυγκέντρωση, ως φέροντες μηχανισμοί πνευματικής εκγύμνασης, επιδρούν πάνω στο σώμα του ανθρώπου ασκώντας και γραμμώνοντας το πνεύμα του.

Ο θεατής προπονείται μέσα σε ένα τρισδιάστατο περιβάλλον προσομοίωσης ενός εξωπραγματικού τοπίου που συγκροτείται από θαλάσσια παιχνίδια, υπερβατικά παιχνίδια παραλίας τελώντας αργόσχολες ρουτίνες. Κάθε ρουτίνα ενεργοποιεί έναν «θεραπευτικό» ήχο: τον κυματισμό της θάλασσας, τον ήχο των βημάτων πάνω στα βότσαλα, μια δονούμενη υπόκωφη μελωδία.

 

Οι μελανόμορφες επιγραφές λειτουργούν στον χώρο ως επιτύμβια εγχειρίδια πνευματικής άσκησης. Φτιαγμένες από ρητίνη δίνουν αρχικά την εντύπωση αρχαίων ελληνικών παραστάσεων αποτυπωμένων σε μαρμάρινες πλάκες ή μνημειακά αναθήματα. Στην πραγματικότητα εικονίζονται εικονογραφημένα σχέδια από τεχνικές ταϋλανδέζικου θεραπευτικού μασάζ. Μια σύζευξη που προβάλλει μια εικόνα ασιατικής πρακτικής διαλογισμού σε αρχαιολληνοπρεπή απόδοση, μια αναφορά στην αρχαιολογία των ελληνικών νησιών, μια χιουμοριστική σκωπτική μεταφορά του όρου greek meditation, ένα ιδιόρρυθμο μνημείο ανθρώπινης δραστηριότητας σε ένα ανεξερεύνητο νησί.

 

Τα έργα υποδέχονται τον άνθρωπο όχι ως θεατή αλλά ως δράστη, ως μέτοχο μιας ιδιότυπης σωματικής εµπειρίας. Το υποκειμενικό βίωμα του αγκαλιάσματος του βράχου και το αυθόρμητο συναισθηματικό ξέσπασμα του θεατή που μυείται για πρώτη φορά σε αυτήν την ένωση, αποτελούν δομικά στοιχεία της έκθεσης.

Ο άνθρωπος βιώνει μια πετρωμένη σωματικότητα, γίνεται ο ίδιος βράχος.

 

Infertile-spiritual

 

God sleeps in the rock

 

The absence of change or a frantic pace of life on a desert island forces the tourist/traveller to discipline his or her body to the absence of psysical activity and constant social wandering. The idle body experiences this break as an opportunity for spiritual awakening.

The exhibition ‘‘Non-profit line’’ reflects upon the redesign of everyday life with a view to moving away from excessive tension and the obsession with productive action and towards a sluggish, slow-removing perceptiveness.

 

The works in the exhibition call for relaxation, immobility, pause. They initiate viewers into the process of pleasure. They hint at the pressing need for man’s return to the pursuit of serenity, love and beauty which nourish the soul with pleasure. These are sensations which our contemporary culture scorns with childish naivite.

Sculptures-receptables, forms which receive the immobile body, pebbles and sea masses made of plastic make up a wholly artificial ritualistic setting that resembles the illusionary distortion of a sacred island. By replicating their original models, the works make up an inverse surrealistic world in which the real and the non-real appear equally superlative and unified into a single, tangible conceptual form.

 

Using the human body as a point of reference, the work’s morphology results from the abstract, calligraphic filling of the space which surrounds the void formed by the weight of a person who rests against a mass of fluid material. The works are true to a rigorous somatomery as the bulky, faithful pictograms of man’s immobile posture render in space the visual impresion of the unmoving body and remind you of ideograms in three dimensions.

 

The sculptures emerge in the space as rock seats, as body receptables, as implements for concentration, as mechanisms for spiritual workout which act upon the human body by exercising it and toning up its spirit. The viewer is trained in a three-dimensional environment that simulates an unreal landscape consisting of seaside games, of transcendental beach toys.  He can perform some lazy routines, each of which activates a therapeutic sound: the waves of the sea, the sound of footsteps on the pebbles, an eerie vibrant melody.

 

The black-figure drawings act in the space as manuals for spiritual exercise. These inscriptions initially look like ancient greek compositions carved on marble slabs or votive offerings. Made of plastic they actually depict illustrated instructions on various techniques of Thai healing massage. The attempted fusion of an image from oriental meditation practices and an ancient Greek, an allusion to the archaeological past of Greek islands, a humorous metaphor on the term Greek meditation, a singular monument of human activity on an unexplored island.

 

The works receive man not as a viewer but an actor, a participant in a peculiar physical experience. The subjective experience of the rock’s embrace and the spontaneous emotional outburst of the viewer who is first initiated to this union are structural elements of the exhibition.

Man experiences a petrified corporeality, becomes a rock himself.

 

Πριν 25 περίπου χρόνια –καλοκαίρι– βρέθηκα σε ένα μακρινό μικρό νησί του Αιγαίου. 

Ερημιά – βρέθηκα εκεί με τον ενοχλητικό μου εαυτό και χωρίς να υπάρχει τίποτα να απασχολήσει την ανία του. 

Η λύση εμφανίστηκε μόνη της, όταν σχηματίστηκαν μικρές καθημερινές σωματικές ρουτίνες. Η κάθε μία έδινε χώρο να αναπτυχθεί μια απέραντη ποικιλία. 

Τα πάντα γύρω έγιναν εικόνες σε εξέλιξη. 

Αποκάλυψη. 

Η καλοκαιρινή ζωή στο νησί –χαμένος χρόνος– είχε γίνει εργαστήριο ιδεών . 

Αυτό το εργαστήρι κάθε καλοκαίρι στο ίδιο νησί. 

Τα χρόνια που περνούσαν έφερναν όλο και περισσότερο κόσμο και μαζί του όλα αυτά που θα αποσπούσαν την ανία του. 

Προκατασκευασμένα παιγνίδια παντού πια ακύρωναν τις ρουτίνες μου. 

Πήγαινα όλο και μακρύτερα στο νησί μέχρι που έφυγα . 

Για χρόνια έψαχνα το Αιγαίο. Όλο και μακρύτερα όλο και μικρότερα νησιά. 

Μετά από πολλά χρόνια, 40 φυσικοθεραπείες με ανάγκασαν να κάθομαι για μία ώρα κάθε μέρα σε μια καρέκλα. 

Την πρώτη μέρα μου έδωσαν περιοδικά τηλεόραση σύνδεση στο δίκτυο, μη και βρεθώ μόνος με τον εαυτό μου. 

Θυμήθηκα τις ρουτίνες μου και τα αρνήθηκα. 

Όμως δεν είχα τίποτα να κάνω με τα χέρια ή το σώμα μου. 

Άκουσα την αναπνοή μου –τι όμορφη ρουτίνα– για ένα μήνα, κάθε μέρα, για μια ώρα άκουγα την αναπνοή μου. 

Εργαστήριο ιδεών: η δεύτερη αποκάλυψη ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους και τα προκατασκευασμένα παιχνίδια. 

Γ.Γ.

Δελτίο Τύπου, Θεσσαλονίκη, 2012

---

 

Texte en français

Giorgos Gyparakis ou l’idée d’un Sculpteur-poète 

 

Le hall des chars abrite les oeuvres de Nikos Alexiou, Pavlos Fysakis et de Giorgos Gyparakis du 23 octobre au 9 novembre 2012. Ces trois artistes, tous originaires de Réthymno ont étés invités par Apollonia, (« structure autonome dont le fonctionnement repose sur une coopération étroite avec d’autres partenaires européens, intra et extra-communautaires »1), dans le cadre du projet e-cité. 

Au titre de l’exposition « cosmographie », on pense d’emblée au sens propre qu’est l’astronomie de position, géométrique et descriptive. Pourtant ce terme peut prendre un sens plus réaliste, et notamment celui d’échanges d’expériences. Il semblerait que cette idée d’échanges d’expériences soit la plus précise pour parler des volumes sensibles de Giorgos Gyparakis2. 

Comment ne pas se laisser emporter par les installations de Giorgos Gyparakis ? Il nous mène hors de ce monde clos qui d’ordinaire nous entoure, pour aller directement vers un univers poétique, utopique, sensible et zen. 

Par la poésie de ses volumes, l’artiste se place contre la société de consommation et contre l’aliénation de l’individu. Idée qu’il cherche délibérément à abandonner au profit d’un monde plus serein, à l’écoute de soi et des autres. 

Dans cette recherche d’une cohésion entre le corps et l’esprit. Giorgos Gyparakis nous plonge dans des installations qui reprennent la morphologie humaine. 

Il nous présente “The Island”, une île perdue, sans commerce, sans argent et dont la forme rappelle Bouddha assis. 

Il met en place différents environnements, comme le” Fisherman’s pleasure”, pour palier à l’ennui qui risque de sévir dans cette île. La résine en faux granite est son matériau favoris, matériau sur lequel semble encore perler quelques gouttes de pluies. Cette brillance de la résine rappelle l’eau de la mer. Mais que serait cette impression sans le bruit de celle ci ? Chacune des installations propose un son, un bruit, un phénomène. 

Ce son varie et se transforme en fonction de la personne qui l’actionne. Les oeuvres sont alors uniques, authentiques. Dans ce siège dans lequel on s’assoit, il faut faire basculer la canne à pêche pour avoir l’impression que les vagues refoulent sur les rochers. 

Un autre dispositif fait mine de balancier. Une fois encore, c’est notre corps qui permet de l’actionner. On se penche de chaque côté, à notre rythme. Sous ce balancier sont disposés des cousins d’air, desquels sortent des sons. 

Là encore, Giorgos Gyparakis accroit nos sens et notre plaisir. Quasiment tous nos sens sont en éveils. La main touche, l’oeil regarde, l’oreille écoute, le corps entier est happé dans l’oeuvre. C’est à la fois le dispositif mais également l’expérience qui font oeuvre. 

Il nous présente un paysage de sculptures musicales animé par le corps. Ces « instruments » qui obéissent à de très légères sollicitations, amène le visiteur vers cette expérience. 

Le spectateur devient alors le sujet et l’acteur d’une performance. 

Giorgos Gyparakis est un Sculpteur-poète. Le sculpteur façonne un matériau tandis que le poète parle à l’imagination et à la sensibilité. Giorgos Gyparakis combine ces deux talents. Il a l’art de suggérer les sensations, les émotions les plus vives par l’union intense des sons, comme s’il s’agissait de vers. 

Le « ne pas toucher » d’ordinaire associé au musée est mis à mal. L’artiste invite très clairement le spectateur à profiter de ses oeuvres, et à les manipuler. Le concept est tel, que l’on sort de l’institution muséale qui empêche l’expérience sensitive, et surtout tactile des oeuvres. La légitimation de l’oeuvre ne se fait alors plus uniquement par le regard avertis du spectateur dans l’enceinte du musée, mais bien par son appréhension directe. Pour conclure, il convient de dire que Giorgos Gyparakis est ce poète-sculpteur qui propose des volumes sensibles prêt à être appréciés à la fois par l’esprit mais également par le corps entier. 

Anaïs Roesz, Ηistorien de l’art 

---

Un retour à la nature 

De massives sculptures de pierre jalonnent l’exposition Cosmographies, et attisent la curiosité. On s’en approche, on les scrute. Des blocs de pierre brute, taillés de manière si subtile qu’ils semblent avoir subi l’érosion. Leur forme organique leur confère un aspect ancestral, primitif. Ils paraissent avoir toujours existé, arrachés à un paysage minéral lointain. 

L’ensemble de courbes qui les compose est d’une extrême douceur, aucune aspérité, la pierre si lisse appelle au toucher. Les sculptures prennent alors une dimension tactile, la roche à la fois imposante et gracieuse, comme polie par les millénaires, semble s’offrir à nous pour une caresse et nous inviter à un voyage dans le temps et dans l’espace. 

Un retour à la nature, une nature primaire et apaisante. Un aspect brillant serti la pierre, lui conférant un aspect marin et précieux. L’artiste y a ajouté des éléments, un cor, une canne à pêche, des sacs d’air ou un bâton de pèlerin, qui nous rappellent la contemporanéité de ces pierres et leur statut d’oeuvre. Et on ne touche pas à une oeuvre d’art. 

La prise de connaissance de la démarche de l’artiste, Gyparakis, va complètement modifier nos premières idées concernant ces sculptures. Une contre-visite s’impose. Ainsi, ces monuments d’un autre âge seraient en fait les passe-temps des habitants d’une île utopique, imaginée par l’artiste. Il en crée la forme, la topographie et la place dans la Méditerranée. Ses habitants ne manqueront jamais de rien, tout y sera à leur portée. 

Mais dans une société où aucune compétition ni système financier n’existent, l’ennui peut vite pointer le bout de son nez. Gyparakis invente donc des routines. Ces sculptures sont destinées à divertir et apaiser, chacune avec sa propre fonction et son mode d’emploi. Elles prennent à présent sens. Mobiles, touchables, façonnés de résine, ces blocs de pierre qui semblaient si lourds sont en fait légers, à même d’être soulever, déplacer, utiliser. Nous nous plaçons au creux de la matière, blottis entre deux protubérances épousant les formes du corps comme pour ne faire qu’un avec son utilisateur. Nous embrassons la sculpture afin d’être au plus près de ses mystères. 

Nous y collons notre oreille, notre visage, afin d’entendre le murmure magique de l’oeuvre d’art. Le calme son du ressac de la mer, l’apaisant mouvement de balancier et la douceur de la résine, toutes les sensations produites par ses sculptures visent à amener à la détente, à la réflexion, puis à la méditation. Mais l’engouement du spectateur pour ces « oeuvres-loisirs » est tel que la phase méditative est souvent remplacée par l’excitation de découvrir un fonctionnement et de manoeuvrer de l’art. Enfin la permission de toucher nous est accordée, et elle va au-delà, puisqu’il s’agit de jouer avec l’oeuvre. 

La sculpture comme divertissement, elle nous transforme en grands enfants, avec cet empressement de savoir, de connaître, d’essayer, d’actionner. La succession des « Routines » se métamorphose en un parcours initiatique associé à un parcours de santé, le spectateur découvrant avec amusement ce que certains pourrait considérer comme de la désacralisation de l’art. 

Lucie Tornicelli, Ηistorien de l’art 

bottom of page