top of page

RUBBER SLIPPER 1999

/Λαστιχένιο γοβάκι/ Γκαλερί Ζήνα Αθανασιάδη, Θεσ/κη, 2000 / Γκαλερί Μέδουσα, Αθήνα, 1999

ATOMIKH EKΘΕΣΗ

Text follows in Greek

Το Λαστιχένιο Γοβάκι 

Κείμενο: Γιώργος Γυπαράκης

 

Ήταν κάποτε ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Θέα. Την Θέα την είχε ο Έρωτας να ζει μαζί του. Έτσι, η Θέα του Έρωτα ζούσε ερωτευμένη με τα πάντα, βυθισμένη σε μια ανέφελη ευτυχία μέχρι την ημέρα που ζήτησε από τον Έρωτα την άδεια να παίξει με τα βέλη του, κι εκείνος της το αρνήθηκε γιατί φοβήθηκε μην και κοπεί. Από τότε ο πόθος γι' αυτό το απαγορευμένο παιχνίδι φώλιασε μέσα στη Θέα. Μια μέρα διάβασε κρυφά την πρόσκληση που είχε στείλει ο πρίγκηπας μιας μακρινής χώρας.

Ο πρίγκιπας που σε όλη του τη ζωή απολάμβανε τις χάρες όποιας γυναίκας του γυάλιζε, είχε μια καρδιά ανέγγιχτη από τα βέλη του Έρωτα, γι αυτό τον καλούσε μαζί με τα εργαλεία του στο μεγάλο χορό, που θα οργάνωνε για να διαλέξει τη γυναίκα που θα γινόταν πριγκίπισσα στο πλάι του. Η Θέα έφυγε αμέσως γι αυτή τη χώρα τη μακρινή και κρύφτηκε στην κουζίνα ενός μεγάλου σπιτιού για να ετοιμαστεί για το χορό.

Ο πόθος της μέσα φούντωνε και έκαιγε σα φωτιά γι αυτό μπορούσε να κάνει με μεγάλη προθυμία και τις πιο βαριές δουλειές. Τα βράδια ετοίμαζε την φορεσιά της για το χορό με ό,τι εύρισκε, μιας και στη χώρα αυτή δεν υπήρχαν πολύτιμα μετάξια και πετράδια. Έφτιαξε λοιπόν, ένα εντυπωσιακό φόρεμα από χαρτί κουζίνας και σπόρους σησαμιού, κοσμήματα από μαχαιροπήρουνα και κόκκους μοσχοκάρυδου και τέλος δυο κομψά ροζ γοβάκια από τα λαστιχένια γάντια της μπουγάδας. ‘Εφτασε η μέρα του χορού και μόλις αντίκρισε ο πρίγκιπας τη Θέα, της ζήτησε αμέσως να χορέψουν. Θαμπωμένος ο Έρωτας από το ταιριαστό ζευγάρι, ετοιμάζει τα βέλη του, μα την τελευταία στιγμή αναγνωρίζει την μικρή του Θέα και ρίχνει όλα του τα βέλη στον πρίγκηπα, που αρχίζει να φλέγεται ερωτοχτυπημένος.

Η Θέα που το σώμα της έμεινε ανέγγιχτο από τα βέλη, βλέποντας τα πυρωμένα μάτια του πρίγκηπα, το κάτω χείλος του να τρέμει από τον πόθο και το σώμα του να πάλλεται από ανεξήγητη ορμή, φοβήθηκε πολύ και το 'βαλε στα πόδια. Καθώς κατέβαινε με φόρα τα σκαλοπάτια του παλατιού, το γοβάκι της κόλλησε μια μασημένη τσίχλα, που κάποια ασυνείδητη είχε πετάξει αλλά ήταν τόσο τρομαγμένη που δεν μπήκε καν στον κόπο να το μαζέψει. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να ξεφύγει από τον πρίγκηπα με το παράξενο φέρσιμο και άρχισε να τρέχει, να τρέχει μέχρι που χάθηκε στα σκοτάδια του δάσους και το μόνο που άκουγε πια ήταν η ανάσα της και το τραγούδι μιας κουκουβάγιας.

Ο πρίγκιπας που δεν πρόλαβε να την δει να στρίβει κατά το δάσος, πήρε στα χέρια του το λαστιχένιο της γοβάκι. Θα γυρίσω όλη τη γη αν χρειαστεί είπε, μέχρι να βρω το λατρεμένο πόδι που χωράει σε τούτο το γοβάκι και άρχισε αμέσως να ψάχνει. Όμως το λαστιχένιο γοβάκι ταίριαζε σε όλες και γρήγορα κατάλαβε ότι με αυτόν τον τρόπο δεν θα έβρισκε την αγαπημένη του. Μιας και άλλη λύση δεν έβλεπε, ζήτησε από τον Έρωτα να τον απαλλάξει από τα δώδεκα βέλη του.

Ο Έρωτας τον κοίταξε θλιμμένα. 

Δεν είναι δα και τόσο εύκολο του είπε. Έχω ένα υπέροχο τόξο για να πετάω τα βέλη μου αλλά δεν έχω κανένα εργαλείο για να τα κάνω ανώδυνα. Αυτό είναι δουλειά της Λησμοσύνης, μα δεν είναι καθόλου απλό να βρεις αυτήν την γυναίκα. Θα πρέπει να γυρίσεις τη γη και να κάνεις δώδεκα μεγάλα κατορθώματα. Την ώρα που θα κάνεις το δωδέκατο, η Λησμοσύνη θα σου παρουσιαστεί καθισμένη σε έναν βράχο από πετρωμένα δάκρυα. Θα κρατάει ένα ποτήρι κρασί που αν το πιεις τα βέλη μου θα πάψουν να σε ενοχλούν. Έτσι, ο πρίγκηπας έφυγε από το παλάτι με τη Θέα του Έρωτα ριζωμένη στην πληγωμένη καρδιά του. Η Θέα κρυμμένη στο δάσος χωρίς πόθο και χωρίς σκοπό, χωρίς τον Έρωτα δίπλας της που την έκανε να χαίρεται τα πάντα γύρω της, πάγωνε. Τα πουλιά, τα ζώα, τα λουλούδια και τα δέντρα του δάσους την συμπονούσαν και προσπαθούσαν να την ζεστάνουν. Όμως, η παγωμένη της καρδιά πάγωνε όλο της το σώμα, άσπριζε και έλαμπε τη νύχτα σαν το χιόνι. Τα άλογα έτρεξαν στις εφτά άκρες του κόσμου και της έφεραν τους πιο ευγενικούς ιππότες, μα αυτή χωρίς τον Έρωτα τους έβλεπε νάνους. Έτσι παγωμένη, έπεσε σε βαθύ χειμέριο ύπνο κι ας ήταν άνοιξη. Η παγωμένη ανάσα της Θέας έκανε τα φύλλα των δένδρων να τουρτουρίζουν και τα πουλιά να σταματούν το τραγούδι τους.

Μόνο το γλυκό σφύριγμα αυτής της ανάσας ακουγόταν σε ολόκληρο το δάσος και ο Έρωτας που έτυχε να περνάει από κει την βρήκε να λάμπει μέσα στον ύπνο της. Λυπήθηκε πολύ για όσα της είχε προκαλέσει με την άρνησή του και βάλθηκε να επανορθώσει. Ο πρίγκιπας όμως ήταν πια ένας άνδρας ξακουστός, ένας ήρωας που το τελευταίο πράγμα που σκεφτόταν ήταν η Θέα και τα βέλη που είχε στο κορμί του.

Καλεί λοιπόν ο Έρωτας τις δώδεκα νεράιδες και τις παρακαλεί να τον βοηθήσουν. Αυτές πηγαίνουν τις νύχτες στον πρίγκηπα και του πλέκουν όνειρα που βάζουν φωτιά σε ένα-ένα τα ξεχασμένη βέλη που τον είχαν λαβώσει.

Ύστερα από μερικές νύχτες ο πρίγκηπας καιγόταν ολόκληρος. Χωρίς να ξέρει τι του συμβαίνει ρωτάει τα δεκατέσσερα μάτια που βλέπουν παντού, μήπως και ξέρουν κάτι που να τον δροσίσει. Και τα δεκατέσσερα μάτια του απαντούν: Ψάξε να βρεις την παγωμένη που κοιμάται στα δάση με το ένα πόδι ξυπόλητο. Ύστερα σώπασαν. Πέρασε καιρός μέχρι να την βρει και ήταν τόση η φωτιά που τον έκαιγε και το τσουρούφλιζε, που μόλις την βρήκε έπεσε πάνω της να δροσιστεί.

Η Θέα, παίρνοντας ζωή από τα πυρωμένα βέλη του, ξύπνησε νιώθοντας όπως τότε που ο Έρωτας ήταν κοντά της και απλωνόταν στα πάντα γύρω της. Κάποιος που πέρασε πρόσφατα από εκείνο το δάσος μου είπε ότι τους είδε να είναι ακόμα αγκαλιασμένοι. 

---

Ο Γιώργος Γυπαράκης μιλάει για την ελαστικοποίηση των ερωτικών σχέσεων και επινοεί το παραμύθι "Το Λαστιχένιο Γοβάκι", ένα αφηγηματικό υβρίδιο μεταξύ των κλασικών μυθολογιών της "Σταχτοπούτας" και της "Χιονάτης".

Ο Γυπαράκης κατασκευάζει τα προσωπικά αντικείμενα των ηρώων από φωσφορίζουσα σιλικόνη και τα αφήνει να αιωρούνται  στο σκοτάδι, αντλώντας ζωτική δύναμη το ένα από το άλλο.

Βάζοντας απλούς αυτοματισμούς, τα έργα κινούνται στον χώρο ενεργοποιώντας ήχους και μελωδίες, σε μια απόλυτα μετρημένη σύνθεση στον ρυθμό της αναπνοής (εισπνοή-εκπνοή).

Δελτίο Τύπου, Θεσσαλονίκη, 1999

bottom of page